Η μετανάστευση λόγω της κλιματικής αλλαγής είναι ένα αναδυόμενο, φλέγον ζήτημα δημόσιας υγείας, το οποίο συζητήθηκε στη στρογγυλή τράπεζα με συντονιστή τον Γεώργιο Κανδύλη, Πολιτικό Επιστήμονα – Γεωγράφο στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, και πανεπιστημιακούς, όπως οι καθ. Θεόδωρος Φούσκας και Κωνσταντίνος Τσιάμης, εργαζόμενους στο πεδίο, όπως η Χριστίνα Ψαρρά, Γενική Διευθύντρια του Ελληνικού Τμήματος των «Γιατρών Χωρίς Σύνορα» και τον Κωνσταντίνο Μήτρου, Προϊστάμενο Τμήματος Μετακινούμενων Πληθυσμών, ως εκπρόσωπο του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας.
Ο Θεόδωρος Φούσκας, Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας, Σχολή Δημόσιας Υγείας, ΠΑ.Δ.Α., μίλησε για τη μετανάστευση που συνδέεται με την κλιματική αλλαγή μέσα από εμπειρίες μετακινούμενων ατόμων, τις οποίες έχει καταγράψει στο πλαίσιο έρευνας σε μετανάστες που ζουν στην Ελλάδα. Τα άτομα μεταφέρουν αυτούσια την εμπειρία τους αφηγούμενοι τους λόγους για τους οποίους αναγκάζονται να μεταναστεύσουν.
H κλιματική αλλαγή αποτελεί βασικό παράγοντα ώθησης (push factor) της μετανάστευσης, επισήμανε ο ομιλητής. Ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων ωθείται να μετακινηθεί από ευάλωτες σε πιο βιώσιμες περιοχές των χωρών τους για να διασφαλίσουν ασφάλεια και ευ ζην. Οι κλιματικές μεταβολές συνδυάζονται με επιπτώσεις στην πρωτογενή παραγωγή και ελλείψεις πρόσβασης σε φυσικούς πόρους.
Ο κ. Φούσκας παρουσίασε τη μελέτη της περίπτωσης του Μπανγκλαντές, μια χώρα με πληθυσμό περίπου 340 εκατομμυρίων, της οποίας οι κάτοικοι εξαιτίας των φυσικών καταστροφών, οδηγούνται στην αναζήτηση νέων τόπων ώστε να επιβιώσουν. Η Νότια Ασία προβλέπεται ότι θα έχει 40 εκατομμύρια εσωτερικούς μετανάστες λόγω της κλιματικής κρίσης έως το 2050, και το Μπανγκλαντές συνεισφέρει το ένα τρίτο του συνόλου.
Η γεωργία είναι ο σημαντικότερος παραγωγικός τομέας της οικονομίας του Μπανγκλαντές και αντιπροσωπεύει το 20% του ΑΕΠ της χώρας. Ο μισός πληθυσμός του Μπανγκλαντές εξαρτάται από τη γεωργία – ειδικότερα, περίπου το 45% του συνολικού εργατικού δυναμικού απασχολείται στις καλλιέργειες ρυζιού, τσαγιού και τροπικών φρούτων, αλλά και στην αλιεία. Οι εκτεταμένες πλημμύρες επηρεάζουν την παραγωγικότητα των καλλιεργειών, υπογράμμισε ο κ. Φούσκας, έχοντας επιπτώσεις στον επισιτισμό και κατά συνέπεια την επιβίωση του πληθυσμού και το αίσθημα ασφάλειας. Έτσι, υπολογίζεται πως ένας στους επτά κατοίκους του Μπανγκλαντές θα εκτοπιστεί λόγω της κλιματικής αλλαγής (IDMC, 2022).
Ο πρωτογενής τομέας είναι ο πρώτος που επηρεάζεται από την κλιματική αλλαγή, επισήμανε κλείνοντας ομιλητής. Πλημμύρες και ξηρασίες έχουν ως αποτέλεσμα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να χρειαστεί να μεταναστεύσει σε αναζήτηση εργασίας και τροφής, φαινόμενο που θα ενταθεί τα επόμενα χρόνια.
Η Χριστίνα Ψαρρά, εκπροσωπώντας τους «Γιατρούς Χωρίς Σύνορα», αναφέρθηκε στην πλανητική υγεία, με επίκεντρο το νερό και την επίδρασή του στην ανθρώπινη υγεία. Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει την πρόσβαση σε καθαρό νερό σε καιρούς κρίσεων, με σοβαρές επιπτώσεις και προκλήσεις διαβίωσης στις οποίες οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα σπεύδουν να συνδράμουν με το έργο τους.
Η πραγματικότητα για τον πλανήτη είναι ιδιαίτερα σκληρή γιατί δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως δεν έχουν πρόσβαση σε ασφαλές πόσιμο νερό και 1 στα 4 άτομα δεν έχει πρόσβαση σε νερό στο σπίτι του. Τα τελευταία 50 χρόνια, οι σχετιζόμενες με το νερό καταστροφές αυξήθηκαν δραματικά, πρόσθεσε η κ. Ψαρρά, και αποτελούν την αιτία για περίπου το 70% του συνόλου των θανάτων σε φυσικές καταστροφές. Από το 2000 παρατηρείται αύξηση των καταστροφών από πλημμύρες κατά 134%, με τους περισσότερους θανάτους να καταγράφονται στην Ασία, αλλά και αύξηση του πλήθους και της διάρκειας των περιόδων ξηρασίας κατά 29%, κυρίως στην Αφρική. Περίπου 440 εκατομμύρια παιδιά ζουν σε περιοχές με υψηλή λειψυδρία ή με χαμηλής ποιότητας νερό. Οι επιπτώσεις στην υγεία λόγω της ελλιπούς πρόσβασης στο νερό οδηγεί σε εκατομμύρια κρούσματα χολέρας, ελονοσίας, ηπατίτιδας Ε, δάγκειου και τυφοειδούς πυρετού και σε άλλες ασθένειες. Ένα ακόμη συγκλονιστικό στοιχείο που ανέφερε η ομιλήτρια είναι πως κάθε μέρα, 1.000 παιδιά μικρότερα των 5 ετών πεθαίνουν από ασθένειες που σχετίζονται με ελλιπή πρόσβαση σε πόσιμο νερό και σε συνθήκες υγιεινής, από αφυδάτωση και ελλιπή διατροφή.
Το 2022 υπολογίστηκε πως περίπου 810 εκ. άνθρωποι υποσιτίζονταν εξαιτίας των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην παραγωγή τροφίμων, μέχρι το 2050 δε, ο αριθμός των εκτοπισμένων λόγω της κλιματικής αλλαγής θα ξεπεράσει τα 200 εκ., επισήμανε η κ. Ψαρρά κλείνοντας την ομιλία της προδιαγράφοντας ένα δυσοίωνο μέλλον για τον πλανήτη.
Ο Κωνσταντίνος Μήτρου, από την πλευρά του Ε.Ο.Δ.Υ., στην ομιλία του για τις νέες προκλήσεις για τη δημόσια υγεία που προέρχονται από τη μετακίνηση πληθυσμών λόγω κλίματος είπε ότι πλέον μιλάμε για κλιματική αλλαγή και όχι κλιματική κρίση. Το κλίμα έχει αλλάξει και θα πρέπει να προσαρμοστούν όλα τα συστήματα στις νέες συνθήκες. Τόνισε ότι η σχέση μεταξύ κλιματικής αλλαγής και μετακινούμενων πληθυσμών είναι ολοένα και ισχυρότερη, οι μετακινούμενοι πληθυσμοί προέρχονται από περιοχές ευάλωτες στην κλιματική αλλαγή και με μικρή δυνατότητα προσαρμογής σε αυτήν και υπογράμμισε ότι η δημόσια υγεία είναι ενιαία και αφορά όλους, μετακινούμενους πληθυσμούς ή όχι.
Υπολογίζεται ότι στις επόμενες δεκαετίες θα μετακινηθούν 1,7 δισεκατομμύρια άνθρωποι λόγω της κλιματικής αλλαγής. Η ύπατη αρμοστεία του Ο.Η.Ε. έχει ήδη εντοπίσει 22 χώρες με αυξημένες και επικείμενες μετακινήσεις, κυρίως στο ανατολικό κέρας της Αφρικής, την Ασία αλλά και τη Λατινική Αμερική, που ταυτόχρονα έχουν συστήματα υγείας με ανεπαρκείς υποδομές και περιορισμένες δυνατότητες παροχής υπηρεσιών υγείας. Αυτό είναι ένα στοιχείο που πρέπει να λάβουν υπόψη οι χώρες υποδοχής.
Η Ελλάδα είναι μια από τις χώρες που υποδέχεται μεγάλους αριθμούς μετακινούμενων πληθυσμών. Το φαινόμενο αυτό θα ενταθεί τα επόμενα χρόνια με περιβαλλοντικούς μετανάστες και η Ελλάδα ως «πύλη εισόδου» θα κληθεί να διαχειριστεί την κατάσταση. Δυστυχώς, οι προκλήσεις της δημόσιας υγείας είναι πολλές. Οι κύριες κατηγορίες προβλημάτων περιλαμβάνουν υδατογενή νοσήματα και νοσήματα μέσω διαβιβαστών (π.χ. ελονοσία), τα οποία είναι ενδημικά σε κάποιες χώρες και έχουν συχνά σχέση με τα υδάτινα οικοσυστήματα. Υπάρχουν όμως και σοβαρά χρόνια νοσήματα, όπως καρκίνοι ή και ψυχικά νοσήματα, τα οποία θα κληθούν να αντιμετωπίσουν τα συστήματα υγείας των χωρών υποδοχής, με το κόστος που συνεπάγονται.
Ειδικά όσον αφορά τα υδατογενή νοσήματα, έχει παρατηρηθεί μια αλλαγή στην εποχικότητα λόγω της κλιματικής αλλαγής. Ενώ κάποια από αυτά τα βλέπαμε μόνο ορισμένες εποχές του χρόνου, αυτό αλλάζει, και παρατηρούνται και σε άλλες εποχές, στοιχείο που απαιτεί την προσοχή αλλά και την προσαρμογή μας, επισήμανε ο κ. Μήτρου.
Η Ελλάδα έχει εμπειρία στην υποδοχή μετακινούμενων πληθυσμών και διαθέτει σχέδια αντιμετώπισης, κατέληξε ο ομιλητής, τα οποία όμως διαρκώς πρέπει να αλλάζουν καθώς αλλάζουν οι συνθήκες. Πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη μας ότι το προφίλ των μετακινούμενων πληθυσμών αλλάζει και πως αντίστοιχα χρειάζεται να προσαρμόζεται όχι μόνο η αντιμετώπισή τους αλλά και οι προϋπολογισμοί. Η νέα εποχή απαιτεί μεγαλύτερη συλλογικότητα, ετοιμότητα, ευελιξία και πόρους.
Η διπλωματία της παγκόσμιας υγείας έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, δηλαδή είναι αντικείμενο της διεθνούς διπλωματίας και περιλαμβάνει πολυεπίπεδες διαδικασίες και πολύπλοκες διαπραγματεύσεις, στις οποίες εμπλέκονται διεθνείς φορείς αλλά και τοπικοί οργανισμοί, εξήγησε ξεκινώντας την ομιλία του ο Κωνσταντίνος Τσιάμης, Επίκουρος Καθηγητής Ιστορίας Δημόσιας Υγείας και Ιατρικής Μετακινούμενων Πληθυσμών, Τμήμα Δημόσιας και Ενιαίας Υγείας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Η κλιματική αλλαγή είναι δεδομένη και μη αναστρέψιμη και κατά συνέπεια, δεδομένη είναι και η μετακίνηση πληθυσμών, επισήμανε ο ομιλητής. Το θέμα είναι πώς θα τη διαχειριστούμε και συγκεκριμένα, υπό ποιο καθεστώς θα υποδεχθούμε αυτούς τους ανθρώπους. Αυτή τη στιγμή, οι μετανάστες λόγω κλιματικής αλλαγής δεν αναγνωρίζονται, δηλαδή δεν υπάρχει νομική κατοχύρωση.
Η διπλωματία της υγείας στοχεύει στη βελτίωση της παροχής υγείας με την εξαγωγή ιατρικού εξοπλισμού, της ανταλλαγής γνώσεων, θεραπευτικών μέσων και καινοτόμων ιδεών, αλλά και εξειδίκευσης του ανθρώπινου δυναμικού. Σκοπός της, πρόσθεσε ο κ. Τσιάμης, είναι η ανάπτυξη ενός διεθνούς δικτύου διαλόγου και συνεργασίας σε θεματικές που αφορούν την παγκόσμια υγεία με την επιστήμη να παίζει καθοριστικό ρόλο. Ο απώτερος στόχος της διπλωματίας της υγείας είναι η ισότιμη αντιμετώπιση των ανθρώπων.
Δυστυχώς η υγεία δεν είναι ακόμα υψηλά στην ατζέντα των συζητήσεων των αρχηγών κρατών, παρότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια μεταστροφή. Είμαστε ακόμη πολύ μακριά από την αναγνώριση του «οικολογικού μετανάστη».
Για την προετοιμασία των συναντήσεων αυτών συνεργάζονται πολλοί οργανισμοί όπως οι UN Global Compact for Safe, Orderly and Regular Migration σε συνέργεια με WHO, IOM,UNHCR και απαιτείται η συμμετοχή Υπουργών Εσωτερικών Υποθέσεων, Εξωτερικών Υποθέσεων, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Μετανάστευσης κ.τ.λ., ενώ απαραίτητη είναι και η συνδρομή της επιστήμης στις συζητήσεις.
Είναι απαραίτητο να αποδεσμευθεί η Διπλωματία της Υγείας από τη γεωστρατηγική και τη γεωπολιτική και να είναι ξεκάθαρο πως η Διπλωματία της Υγείας δεν πρέπει να εξυπηρετεί τη Διπλωματία της Ισχύος, επισήμανε ο ομιλητής κλείνοντας την ομιλία του.