Τα ακραία καιρικά φαινόμενα που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή εκτιμάται πως θα είναι όλο και συχνότερα, εντονότερα και με μεγαλύτερη διάρκεια, ανέφερε η Διευθύντρια Ερευνών της διαΝΕΟσις, κ. Φαίη Μακαντάση, προλογίζοντας τη στρογγυλή τράπεζα για τις οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στη δημόσια υγεία, την οποία συντόνισε. Έως το 2050 η θερμοκρασία εκτιμάται ότι θα έχει αυξηθεί κατά 2 έως 3,4 βαθμούς Κελσίου, συμπλήρωσε, αύξηση που εκτιμάται πως θα έχει τεράστιες επιπτώσεις, καθώς κάθε βαθμός αύξησης της θερμοκρασίας σημαίνει 4,1% αύξηση στην κατανάλωση ενέργειας για ψύξη, 8% αύξηση στους φωτοχημικούς αέριους ρύπους και 8% αύξηση του κινδύνου του πληθυσμού για καρδιαγγειακά νοσήματα.
Στη στρογγυλή τράπεζα αναλύθηκαν ζητήματα όπως το κοινωνικό κόστος του άνθρακα, η βιωσιμότητα και η ανθεκτικότητα των συστημάτων υγείας υπό το πρίσμα των νέων προκλήσεων που επιφέρει η κλιματική κρίση, καθώς και η ετοιμότητα και ανάγκη προσαρμογής των συστημάτων υγείας στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ενώ με την ολοκλήρωση των ομιλιών ακολούθησε συζήτηση.
Το κοινωνικό κόστος του άνθρακα
Λαμβάνοντας πρώτος τον λόγο, ο κ. Ανδρέας Α. Παπανδρέου, Καθηγητής Οικονοµικής του Περιβάλλοντος στη Σχολή Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών του Τµήµατος Οικονοµικών Επιστηµών του Ε.Κ.Π.Α., μίλησε για το κοινωνικό κόστος του άνθρακα (Κ.Κ.Α.), χαρακτηρίζοντάς το ως «τον πιο σημαντικό αριθμό που κανένας δεν γνωρίζει». Το κοινωνικό κόστος του άνθρακα, εξήγησε, είναι ουσιαστικά η καθαρή ζημιά στην κοινωνία από κάθε πρόσθετη μονάδα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Το κοινωνικό κόστος του άνθρακα συνυπολογίζεται κατά τον σχεδιασμό νέων επενδύσεων και χρησιμοποιείται για τη διαμόρφωση κλιματικής πολιτικής. Ο υπολογισμός του, συνέχισε ο κ. Παπανδρέου, γίνεται με «υποδείγματα ολοκληρωμένης αξιολόγησης», κεντρικό στοιχείο των οποίων είναι οι «συναρτήσεις ζημιάς». Αυτές οι συναρτήσεις βασίζονται σε εμπειρικές μελέτες που εκτιμούν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής (θερμοκρασίας), οι οποίες στη συνέχεια μετατρέπονται σε νομισματικά μεγέθη σε μια προσπάθεια να καταγραφεί η ζημιά που επιφέρουν στους ανθρώπους (οικονομική και φυσική). Ωστόσο, οι μελέτες για τις συναρτήσεις ζημιάς γίνονταν μέχρι πρόσφατα από οικονομολόγους χωρίς τη συμμετοχή ερευνητών δημόσιας υγείας, ανέφερε ο Καθηγητής, και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην υγεία διαδραμάτιζαν μικρό ρόλο στο Κ.Κ.Α.
Παρουσιάζοντας μία σχηματική απεικόνιση ενός «υποδείγματος ολοκληρωμένης αξιολόγησης» για το τι θα συμβεί στο πέρασμα του χρόνου με την κλιματική αλλαγή, ο Καθηγητής επισήμανε πως ουσιαστικά το υπόδειγμα μεταφράζει τις φυσικές επιπτώσεις σε συναρτήσεις ζημιάς. Εν τούτοις, ανέφερε ο κ. Παπανδρέου, μια σειρά ασθενειών που επηρεάζονται από το κλίμα και έχουν εμφανιστεί σε νέες περιοχές δεν είχαν μέχρι πρόσφατα συμπεριληφθεί στις συναρτήσεις ζημιάς, γεγονός που εξηγεί εν μέρει γιατί οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην υγεία φαίνεται να είναι σχετικά μικρές σε σύγκριση με άλλους τομείς.
Υπάρχουν σημαντικές διαμάχες για το ζήτημα αυτό, τόσο πολιτικές όσο και μεταξύ των οικονομολόγων, συνέχισε ο ομιλητής, φέρνοντας ως παράδειγμα την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού του K.K.A. στις Η.Π.Α. επί Τραμπ, όπου αποφασίσθηκε να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες και όχι στις υπόλοιπες χώρες, κάτι που μείωσε το ΚΚΑ κατά 90%.
Για να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε τις πραγματικές επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στην κοινωνία, τόνισε ο κ. Παπανδρέου, απαιτείται καλύτερος προσδιορισμός των επιπτώσεων της θερμοκρασίας με συνυπολογισμό κι άλλων δεικτών, όπως η υγρασία, η βροχόπτωση, η διάρκεια των εποχών μεταδοτικότητας ασθενειών και το εύρος ημερήσιας θερμοκρασίας, καθώς και συνεργασία των οικονομολόγων με ειδικούς δημόσιας υγείας.
Είναι απαραίτητο, εξήγησε, οι μελλοντικές εκτιμήσεις να λαμβάνουν υπόψη περισσότερο τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επηρεάζουν την υγεία, να αναπτυχθούν οικονομικά υποδείγματα που σχετίζουν τα κοινωνικο-οικονομικά σενάρια με τις δυναμικές κάποιων ασθενειών και να αναλυθούν οι δυνατότητες προσαρμογής απέναντι σε κινδύνους για την δημόσια υγεία.
Δεν χρειάζεται να συμφωνεί κανείς με τη χρήση Κ.Κ.Α. για να αναγνωρίσει τη χρησιμότητα της ανάλυσης (μέγεθος και κατανόηση ζημιάς), τόνισε ο κ. Παπανδρέου. Το γενικό, ωστόσο, συμπέρασμα είναι πως το κοινωνικό κόστος του άνθρακα υποεκτιμά σήμερα τη ζημιά της κλιματικής αλλαγής, με σοβαρές συνέπειες στην κλιματική πολιτική, κατέληξε, και απαιτούνται νέες εκτιμήσεις που θα λαμβάνουν υπόψη σημαντικά δεδομένα για τις επιπτώσεις στην υγεία.
Βιωσιμότητα και ανθεκτικότητα των συστημάτων υγείας στο πλαίσιο της κλιματικής κρίσης
Η επόμενη ομιλία δόθηκε από τον κ. Κώστα Αθανασάκη, Επίκουρο Καθηγητή Οικονομικών της Υγείας και Οικονομικής Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας στο Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας του ΠΑ.Δ.Α., ο οποίος αναφέρθηκε στο εξαιρετικά επίκαιρο τα τελευταία χρόνια θέμα της βιωσιμότητας και ανθεκτικότητας των συστημάτων υγείας και στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν λόγω της κλιματικής κρίσης.
Τα συστήματα υγείας και το περιβάλλον έχουν αμφίδρομη σχέση, επισήμανε ο Καθηγητής, καθώς αφενός η λειτουργία των συστημάτων υγείας έχουν επιπτώσεις στην περιβαλλοντική βιωσιμότητα αφετέρου το περιβάλλον επιδρά πολλαπλώς στη λειτουργία του συστήματος υγείας (αύξηση ζήτησης για υπηρεσίες υγείας, κλιματικές κρίσεις, μεταδοτικές ασθένειες κ.ά.).
Η κλιματική αλλαγή είναι παρούσα και έχει ήδη επιπτώσεις, εξήγησε ο κ. Αθανασάκης, αναφέροντας πως οι υψηλές θερμοκρασίες οδήγησαν σε συνολικά 3,7 δισεκατομμύρια περισσότερες ημέρες έκθεσης σε καύσωνα στις ευπαθείς ηλικίες, αύξηση των θανάτων που σχετίζονται με τις υψηλές θερμοκρασίες (κατά 68% την τελευταία εικοσαετία), αυξημένη επίπτωση των μεταδοτικών νοσημάτων, καθώς και στην απώλεια 470 δισεκατομμυρίων ωρών εργασίας διεθνώς το 2021, μείωση της απόδοσης των καλλιεργειών και αύξηση των ατόμων με διατροφική επισφάλεια (κατά 98 εκατομμύρια παγκοσμίως).
Εξηγώντας πώς η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τον τρόπο που το σύστημα υγείας «φτιάχνει» και παρέχει υπηρεσίες, ο κ. Αθανασάκης ανέφερε πως τα δύο βασικά προβλήματα για την Ελλάδα είναι η μεγάλη έκθεση της οικονομίας σε «κλιματικά επισφαλείς» δραστηριότητες, όπως ο τουρισμός, και η μεγάλη έκθεση του συστήματος υγείας λόγω της γήρανσης του πληθυσμού σε «κλιματικά επισφαλή ζήτηση» για υπηρεσίες υγείας.
Τα συστήματα υγείας μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση της κλιματικής κρίσης, χωρίς να «θυσιάσουν» τη βασική τους αποστολή, υπογράμμισε ο ομιλητής. Για να επιτευχθεί ωστόσο αυτό, εξήγησε, θα πρέπει να αναπτυχθούν οι κατάλληλες πολιτικές και να βελτιώσουμε την βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητα των συστημάτων υγείας.
Η πρωτοβουλία PHSSR (Partnership for Health System Sustainability and Resilience), συνέχισε ο κ. Αθανασάκης, είναι μία παγκόσμια συνεργασία που αναπτύχθηκε με στόχο την ανάλυση των προβλημάτων των συστημάτων υγείας και τη διατύπωση προτάσεων για πολιτικές που μπορούν να βελτιώσουν τη βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητά τους.
Η κεντρική διαπίστωση της ελληνικής μελέτης της PHSSR (διαθέσιμη στο www.phssr.org), η οποία διερεύνησε την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το σύστημα υγείας στην Ελλάδα μετά την εκτεταμένη ύφεση και την πανδημία, ήταν πως το ελληνικό σύστημα υγείας είναι ένα σύστημα όπου οι εφαρμοζόμενες πολιτικές διαχρονικά εκπορεύονται από (ή σχεδιάζονται με βάση) την πλευρά της προσφοράς. Για να φτιάξουμε ωστόσο, ένα βιώσιμο και ανθεκτικό σύστημα υγείας για το μέλλον, εξήγησε ο ομιλητής, χρειαζόμαστε πολιτικές οι οποίες θα δημιουργούνται με βάση τη ζήτηση, τις ανάγκες και τις προτιμήσεις του πληθυσμού.
Ο πρωτοβουλία κατέληξε σε 23 ομόφωνα αποδεκτές προτάσεις για τη βελτίωση της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας και ανθεκτικότητας του συστήματος υγείας, οι οποίες αποτελούν και τις βασικές συστάσεις της μελέτης, ανέφερε ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή του ο κ. Αθανασάκης. Εκτός των προτάσεων σε διεθνές επίπεδο, από τις μελέτες PHSSR συνολικά, οι προτάσεις για τη βελτίωση της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας και ανθεκτικότητας του συστήματος υγείας ειδικά στην Ελλάδα περιλαμβάνουν την ανάπτυξη ολοκληρωμένων πολιτικών για την εκτίμηση των μελλοντικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στο σύστημα υγείας και την προετοιμασία μέτρων αντιμετώπισης, τη χρήση δεικτών απόδοσης και την αξιολόγηση των διοικήσεων των δημόσιων οργανισμών παροχής υπηρεσιών υγείας όσον αφορά στην ενσωμάτωση δράσεων για τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας των νοσοκομείων κ.ά.
Ετοιμότητα και προσαρμογή των συστημάτων υγείας στην κλιματική αλλαγή
Τις εισηγήσεις ολοκλήρωσε ο κ. Ηλίας Ντεμιάν, Επικεφαλής Μονάδας Περιβαλλοντικών Οικονομικών του Ι.Ο.Β.Ε. και Περιφερειακός Συντονιστής Ομάδων Παρακολούθησης προγράμματος LIFE για Νότιοανατολική Ευρώπη & Μπενελούξ, ο οποίος μίλησε για την ανάγκη ετοιμότητας και προσαρμογής των συστημάτων υγείας στην κλιματική αλλαγή.
Παρουσιάζοντας το Ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (Ι.Ο.Β.Ε.), ο κ. Ντεμιάν ανέφερε πως έχει δύο τμήματα, το Παρατηρητήριο Οικονομικών της Υγείας και τη Μονάδα Περιβαλλοντικών Οικονομικών, τα οποία δυστυχώς ακόμη δεν έχουν συνδυασθεί. Αντικείμενο της δεύτερης, εξήγησε, είναι η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και η διερεύνηση των προκλήσεων και προοπτικών για την ελληνική οικονομία σε συνεργασία με το Κέντρο Κλιματικής Αλλαγής και Βιωσιμότητας της ΤτΕ, η διενέργεια μελετών για την επίδραση της κλιματικής αλλαγής σε επιλεγμένους κλάδους για την ελληνική οικονομία, καθώς και η ενασχόληση με την ενέργεια & την οικονομία άνθρακα, την κυκλική οικονομία και την εκτίμηση της επίδρασης ευρωπαϊκών και εθνικών κλιματικών πολιτικών.
Η κλιματική αλλαγή έχει επιφέρει σημαντική αύξηση του πλήθους και της έντασης ακραίων καιρικών φαινομένων στην Ελλάδα, δήλωσε ο ομιλητής, αναφέροντας πως η συχνότητα των φαινομένων αυτών στη χώρα μας ακολουθεί από το 2012-2013 ανοδική πορεία.
Η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας μεσομακροπρόθεσμα σε όλη την επικράτεια εκτιμάται πως θα αυξήσει σημαντικά στο μέλλον τον αριθμό ημερών με δείκτη δυσφορίας (humidex) >46°C σε όλη την επικράτεια, ενώ επιπλέον η ξηρασία εκτιμάται πως θα αυξήσει σημαντικά τον αριθμό ημερών με ακραίο κίνδυνο εκδήλωσης πυρκαγιάς.
Η επίδραση ωστόσο της κλιματικής αλλαγής δεν θα είναι ίδια σε όλες τις περιφέρειες της χώρας, επισήμανε ο ομιλητής, καθώς οι φτωχότερες περιφέρειες με τις χαμηλότερες επιδόσεις στο Εθνικό Σύστημα Υγείας εκτιμάται πως θα βιώσουν εντονότερα τα αποτελέσματα της επιδείνωσης της κλιματικής αλλαγής.
Επιπλέον, συμπλήρωσε, στη χώρα μας, η οποία παρά τις αυξανόμενες ανάγκες έχει χαμηλότερη κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και υψηλές ίδιες (out of pocket) δαπάνες, οι ανισότητες στη λήψη υπηρεσιών υγείας εκτιμάται πως θα ενταθούν ακόμη περισσότερο, καθώς η αύξηση του ασφαλιστικού κινδύνου λόγω των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής θα οδηγήσει σε αύξηση και των ασφαλίστρων υγείας.
Η δρομολόγηση, συνεπώς, αλλαγών για την προσαρμογή του τομέα της υγείας στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι εξαιρετικής σημασίας, τόνισε ο κ. Ντεμιάν.
Η προσαρμογή του Ε.Σ.Υ., εξήγησε, περιλαμβάνει τη βελτίωση των υποδομών, την πρόβλεψη και ετοιμότητα για ακραία φαινόμενα (πυρκαγιές, πλημμύρες, θερμικά), την αναγνώριση ευαίσθητων ομάδων πληθυσμού που έχουν μεγαλύτερη ευαλωτότητα στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, τον σχεδιασμό και υλοποίηση προγράμματων πρόληψης ειδικά για τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, καθώς και την υιοθέτηση μίας προσέγγισης εξορθολογισμού και συνετής αξιοποίησης των περιορισμένων πόρων. Τα νοικοκυριά και οι πολίτες, συμπλήρωσε, επίσης θα πρέπει να προσαρμοσθούν και να αυξήσουν την ετοιμότητά τους, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην ενημέρωση και κατανόηση των έκτακτων συνθηκών και λαμβάνοντας μέτρα αυτοπροστασίας.
Η εφαρμογή δράσεων και η προσαρμογή των υποδομών στις δυνητικές επιπτώσεις και κινδύνους της κλιματικής αλλαγής, ολοκλήρωσε την τοποθέτησή του ο κ. Ντεμιάν, είναι εφικτή καθώς υπάρχουν πηγές χρηματοδότησης (Ταμείο Ανάκαμψης κ.λπ.), είναι ωστόσο ανάγκη οι πόροι που υπάρχουν να χρησιμοποιηθούν με έξυπνο και αποτελεσματικό τρόπο.
Συζήτηση
Υπάρχουν διεθνώς καλές πρακτικές που θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε και στην Ελλάδα, με τις κατάλληλες ασφαλώς προσαρμογές, έθεσε το ερώτημα η κ. Μακαντάση, ευχαριστώντας τους ομιλητές και δίνοντας το έναυσμα για μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συζήτηση.
Η χώρα μας δεν είναι η μόνη που απέχει από τους στόχους προσαρμογής, επισήμανε ο κ. Ντεμιάν, φέρνοντας ως παράδειγμα τη Γερμανία και πολλές χώρες της Κεντρικής Ευρώπης που επίσης δεν είναι έτοιμες. Η Ελλάδα έχει περισσότερο θέμα με τις δαπάνες, εξήγησε. Η μεταφορά σκόνης από τον Νότο αποτελεί μεγάλο πρόβλημα στην Ευρώπη, πρόσθεσε, τόσο για την υγεία του πληθυσμού όσο και για την απώλεια παραγωγικότητας. Προφανώς, δεν μπορούμε να μειώσουμε τη σκόνη, παρατήρησε ο κ. Ντεμιάν, μία καλή πρακτική ωστόσο είναι να μειώσουμε την έκθεση του πληθυσμού σε αυτήν με την υλοποίηση προγραμμάτων ενημέρωσης.
Η έλευση της κλιματικής αλλαγής ήταν απότομη και αιφνιδίασε τα συστήματα υγείας, συμπλήρωσε ο κ. Αθανασάκης, τα οποία, επιπλέον δεν είναι όλα ίδια, καθώς «χτίζονται» με βάση το άθροισμα των συμπεριφορών κάθε πληθυσμού. Το «καλό» ωστόσο της κλιματικής κρίσης είναι πως έφερε στο προσκήνιο της συζήτησης τη Δημόσια Υγεία και σήμερα γίνεται διάλογος στην Ευρώπη για την προσέγγιση και τις πολιτικές που θα πρέπει να εφαρμοσθούν. Επομένως, δεν υστερούμε σε σχέση με άλλες χώρες, σχολίασε η συντονίστρια και έδωσε το λόγο στον κ. Παπανδρέου.
Στην πραγματικότητα, η Ευρωπαϊκή Ένωση ηγείται στα μέτρα για την κλιματική αλλαγή, απάντησε ο κ. Παπανδρέου, κάτι που βέβαια εκτιμάται πως μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια ανταγωνιστικότητας. Ασφαλώς, έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας, συμπλήρωσε, τονίζοντας τη σημασία της συλλογής δεδομένων για τη διαμόρφωση πολιτικών προσαρμογής.
Σε ατομικό επίπεδο, τι θα μπορούσαμε να κάνουμε ώστε να μειώσουμε τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, ρώτησε τους ομιλητές η κ. Μακαντάση.
Σαφώς μπορούμε να κάνουμε κάποιες αλλαγές, όπως για παράδειγμα στη χρήση αεροπλάνου και την κατανάλωση κρέατος, απάντησε ο κ. Παπανδρέου, αλλά σε κάποιες άλλες θα πρέπει να μας βοηθήσει και το σύστημα. Μπορεί να είμαστε διατεθειμένοι να πάρουμε ηλεκτρικό αυτοκίνητο, αλλά θα πρέπει να υπάρχουν και οι υποδομές για τη φόρτισή του. Είναι αισιόδοξο, συμπλήρωσε, πως στις νέες γενιές φαίνεται να υπάρχει μία αλλαγή νοσοτροπίας, η οποία εύλογα θα επηρεάσει και τις πολιτικές.
Στόχος μας πρέπει να είναι η μετάδοση συμπεριφορών που μειώνουν το περιβαλλοντικό μας αποτύπωμα, συμφώνησε ο κ. Αθανασάκης. Θέλει μελέτη, υπάρχουν ωστόσο καλές πρακτικές που μπορούμε να αντλήσουμε από τη συμπεριφορική επιστήμη.
Και στα νοσοκομεία, ωστόσο, πρόσθεσε ο κ. Ντεμιάν, υπάρχουν μέτρα που δεν έχουν ακόμη εφαρμοσθεί, όπως για παράδειγμα η χρήση φωτοβολταϊκών στις ταράτσες τους για την παραγωγή ενέργειας. Αυτή τη στιγμή, υπάρχουν πηγές χρηματοδότησης, πρέπει να επιταχύνουμε ωστόσο στην απορρόφηση των πόρων και στον σχεδιασμό «έξυπνων» προγραμμάτων και πολιτικών στήριξης των ευάλωτων ομάδων, ώστε αξιοποιηθούν όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά.